- ενστάλαξη
- η1. το στάξιμο υγρού μέσα σε κάτι.2. το χύσιμο σταγόνων φαρμάκου σε κοιλότητα του οργανισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενστάλαξη — η [ενσταλάζω] 1. η αργή εκροή υγρού στάλα στάλα 2. θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία εισάγεται με σταγόνες υγρό φάρμακο μέσα σε κάποια κοιλότητα τού οργανισμού … Dictionary of Greek
οφθαλμοαντίδραση — και οφθαλμαντίδραση, η διαγνωστική δοκιμασία που γίνεται με την ενστάλαξη μικρής ποσότητας αραιού διαλύματος μιας ουσίας στο μάτι … Dictionary of Greek